- αεροτόμος
- ἀεροτόμος, -ον (Α)εκείνος που τέμνει, σχίζει τον αέρα (φαίνεται ότι η λέξη είναι φτιαχτή και παρετυμολογεί το όνομα Άρτεμις).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + -τόμος < τέμνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ARTEMIS — Diana, sive Luna ab eo quod aerem secet, quasi ἀεροτόμος, sive (Strabo l. 14.) ἀπ` τȏυ αρτεμέας ποιεῖν, quod integros partus reddat, nam parturientibus praeest … Hofmann J. Lexicon universale
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek